- αλουργής
- ἁλουργής, -ές και σπάνια ἁλουργός, -όν και ἁλουρνοῦς, -οῦν (Α)ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας)«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο-* + -εργής < ἔργον.ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίααρχ.-μσν.ἁλουργίςμσν.ἁλουργικός.ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλουργοβαφής, ἁλουργοπώλης, ἁλουργοϋφήςμσν.ἁλουργοφορῶ, ἁλουργόχρους].
Dictionary of Greek. 2013.